/


Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΙ Ένα οικολογικό παραμύθι

 ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΙ

 για τα απειλούμενα ζώα της θάλασσας


Η περιβαλλοντική ομάδα

1. Ανατολίτης Κωνσταντίνος -νήπιο

2. Ανδρουλάκης Γιάννης -νήπιο

3. Μπεγάκης Αλέξανδρος -νήπιο

4. Τσιγκάκος Ιωάννης -νήπιο

5. Γεωργαλά Ίλια -νήπιο

6. Ζιούλα Βασιλική -νήπιο

7. Κατσούλη Μαίρη -νήπιο

8. Μπογά Βασιλική -νήπιο

9. Ντρίζα Ιωάννα -νήπιο

10. Αντωνούλης Στέφανος -προνήπιο

11. Κουλουριώτης Σταύρος -προνήπιο

12. Κουτρουμπέλης Γιάννης -προνήπιο

13. Σπυριδαντωνάκης Γιάννης -προνήπιο

14. Καραντζαφέρη Τόνια -προνήπιο

15. Παπουτσά Ντέλα -προνήπιο

16. Τζόρβα Αναστασία -προνήπιο



Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Φλεβάρης 2010

Δεν είχε ακόμα νυχτώσει για τα καλά στην μικρή παραλία της Ζακύνθου, όταν ένα μικρό θαλάσσιο χελωνάκι καρέτα- καρέτα ξετρύπωσε μέσα από την άμμο. Ενστικτωδώς βάλθηκε να τρέχει, όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν τα μικρά ποδαράκια του, προς τη θάλασσα.

Το σκοτάδι όμως δεν είχε ακόμα απλωθεί κι έτσι για κακή του τύχη, ένα περήφανο γοργόφτερο πουλί το πρόσεξε και όρμησε κατά πάνω του.

-« Τι τύχη» σκέφτηκε, « ένας απρόσμενΛίγα δευτερόλεπτα πριν τα νύχια του πουλιού γαντζώσουν το μικρό χελωνάκι, μια σωτήρια φωνή ακούστηκε από την κοντινή σπηλιά.

-« Ε! φιλαράκο, ε! σε σένα μιλάω βατραχάκι. Έλα γρήγορα εδώ μέσα στη σπηλιά, για να σωθείς».

Το μικρό χελωνάκι, παρ’ ότι μικρό και νεογέννητο, ήξερε πολύ καλά πως δεν είχε καμιά συγγένεια με βατράχι, υπάκουσε όμως στην άγνωστη φωνή.

Σύρθηκε γρήγορα στο εσωτερικό της σπηλιάς.

-« Ω, μα τι βλέπω» ακούστηκε πάλι η σωτήρια φωνή.

-«Εσύ δεν είσαι βατραχάκι, αλλά ένα γλυκύτατο νεοφερμένο χελωνάκι καρετάκι. Συγχώρα με, αλλά οι φώκιες δε βλέπουμε καλά έξω από το νερό. Είμαστε όμως φιλόξενα θηλαστικά, ιδίως σε φιλαράκια που κινδυνεύουν, όπως εσύ μικρό μου», είπε και σκούντησε με συμπάθεια το χελωνάκι.

-« Καλωσόρισες λοιπόν φίλε μου! Ποιο είναι το όνομά σου; Εμένα με λένε Φωκίωνα».

-« Δεν έχω ακόμα όνομα», ψέλλισε το χελωνάκι.

-« Ω, μα βέβαια, αφού μόλις γεννήθηκες. Άσε να βρω εγώ ένα. Μμμ… για να σκεφτώ…. Νομίζω πως το βρήκα!! Αν συμφωνείς, σκέφτηκα να σε λέμε Μεζεδάκι, επειδή παραλίγο να είχες γίνει ένα».

Αφού γέλασαν, έδωσαν υπόσχεση να μη χωρίσουν ποτέ!!!Ο Φωκίωνας λοιπόν οργάνωσε τον τρόπο διαφυγής προς τη θάλασσα τη νύχτα, που οι κίνδυνοι στο σκοτάδι θα ήταν λιγότεροι. Έτσι λοιπόν κι έγινε.





Όταν το σκοτάδι απλώθηκε παντού, οι δυο γνωστές μας φιγούρες ξεχύθηκαν στην αμμουδιά. Η θάλασσα ασήμιζε στο φεγγαρόφωτο, σα να τους καλούσε κοντά της.

Για μια στιγμή τα φώτα ενός διερχόμενου αυτοκινήτου μπέρδεψαν το χελωνάκι και

παρά λίγο να έχανε τον προσανατολισμό του, αν η μικρή φώκια δεν του φώναζε:

-« Ε, Μεζεδάκι, πρόσεχε είναι μόνο το φως ενός αυτοκινήτου.

Η θάλασσα είναι μπροστά μας, βάλε τα δυνατά σου, σε λίγο φτάνουμε».









Πράγματι σε λίγο οι δυο φίλοι βρέθηκαν στη βελούδινη αγκαλιά της θάλασσας και στο δροσερό χάδι του αλμυρού νερού, που τους βοήθησαν να αναζωογονηθούν και ξεκίνησαν για τις θαλασσινές τους περιπέτειες.

Οι πρώτες αχτίδες της ανατολής έντυσαν τη θάλασσα στα ροζ.

Ο Φωκίωνας μόλις είχε πάρει στο βυθό το πρωινό του με χταπόδια, καβούρια και ψάρια και χαλάρωνε ξαπλωμένος σ’ ένα μεγάλο βράχο. Την προσοχή του τράβηξε το φιλαράκι του που κατευθυνόταν με ανοιχτό στόμα σε μια πλαστική σακούλα.

-«Ωχ, αλίμονο, την πέρασε για μέδουσα το κουτό, αν τη φάει, θα πάθει ασφυξία».

Η μικρή φώκια βούτηξε χωρίς δισταγμό στο νερό, για να προφθάσει το μοιραίο. Μάταια όμως, το «Μεζεδάκι» είχε ήδη δαγκώσει μιαν άκρη από την υποτιθέμενη μέδουσα. Έλα όμως που θαύματα δε γίνονται μόνο στη στεριά….

Πριν προλάβει η μικτή καρέτα- καρέτα να καταπιεί τη σακούλα, ένα πανέμορφο δελφινάκι, μ’ ένα ζηλευτό ελιγμό, άρπαξε τη σακούλα με το ρύγχος του και την εκτόξευσε μακριά σ’ ένα βράχο.

Η μικρή χελωνίτσα έμεινε εμβρόντητη, δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί αυτός ο απρόσμενος εισβολέας της στέρησε τη λιχουδιά της.

Ο Φωκίωνας ξαφνιασμένος κι αυτός, αλλά φανερά ανακουφισμένος από την απρόσμενη εξέλιξη, ξεστόμισε:

-«Φιλαράκι πάλι στάθηκες τυχερός, αυτό το υπέροχο δελφίνι, μόλις σε γλύτωσε από σίγουρο θάνατο, από ασφυξία».

-«Α, α, α, ασφυξία!» ψέλλισε το χελωνάκι.

-«Ναι μικρέ μου (πρόσθεσε το δελφίνι κολυμπώντας προς το μέρος τους), αυτό που πήγες να φας δεν ήταν τσούχτρα, αλλά μια πλαστική σακούλα που κάποιοι ασυνείδητοι άνθρωποι πέταξαν στη θάλασσα».

-«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ» ψέλλισε δειλά- δειλά το χελωνάκι.

-«Χαίρω πολύ Φωκίωνας, φώκια Μονάχους- Μονάχους και από δω ο φίλος μου το καρετάκι Μεζεδάκι. Με ποιον έχουμε την τιμή να συγκολυμπάμε;».

-«Χαίρομαι κι εγώ! Είμαι η Φοίβη, ταξίδευα ως συνήθως με φίλους και συγγενείς, όταν ένας δυνατός, ανυπόφορος θόρυβος από κάποιο πλοίο, μας αποπροσανατόλισε και χαθήκαμε μεταξύ μας».

-«Ω, λυπάμαι καλή μου. Αν θες , μέχρι να ξαναβρείς τους δικούς σου, μπορείς να έρθεις στη συντροφιά μας», είπε ο Φωκίων.

-«Με μεγάλη μου χαρά Φωκίωνα, σ’ ευχαριστώ πολύ».

Τα τρία θαλάσσια φιλαράκια αφέθηκαν ξανά στις ομορφιές της θάλασσας ταξιδεύοντας προς το άγνωστο.


Το σούρουπο κουρασμένα άφησαν ένα γλυκό ύπνο να τους παρασύρει και δίχως να το καταλάβουν βρέθηκαν και τα τρία μπερδεμένα στα δίχτυα μιας ψαρότρατας. -«Ω, συμφορά μας, κάποιος εχθρός μας έχει στα χέρια του. Τι θα απογίνουμε άραγε;» (ψέλλισε ο Φωκίωνας με αγωνία, μόλις ξύπνησε και κατάλαβε, που είχαν μπλεχτεί.

Η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Αργά αλλά σταθερά τραβήχτηκαν έξω από το νερό και τα γεμάτα αγωνία μάτια τους αντίκρισαν το ξαφνιασμένο πρόσωπο ενός μικρού αγοριού.

-«Ω, μα τι βλέπω, τρία υπέροχα πλάσματα της θάλασσας», ξεφώνισε όλο χαρά ο μικρός. Χωρίς να χάσει χρόνο, έκοψε μ’ ένα μαχαίρι τα δίχτυα, ελευθερώνοντας τους μικρούς μας ήρωες.

-«Σ’ ευχαριστούμε!( είπε το δελφίνι) Πώς σε λένε μικρέ σωτήρα μας;»

Ο μικρός χαμογέλασε και σα να κατάλαβε την ερώτηση απάντησε:

-«Είμαι ο Διονύσης, γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ στη Ζάκυνθο. Ο πατέρας μου κι εγώ είμαστε ψαράδες και ξέρουμε πλάσματα σαν εσάς τείνουν προς εξαφάνιση, εξαιτίας της ασυνειδησίας και της απροσεξίας των ανθρώπων. Για το λόγο αυτό γίναμε μέλη της ομάδας ΜΟm, της Medasset , της Helmepa, του Αρίωνα και του ΑΡΧΕΛΩΝ ,που σας προστατεύουν. Φίλοι μου είστε ελεύθεροι να συνεχίσετε το ταξίδι σας και πού ξέρετε, ίσως μια μέρα να ξανασυναντηθούμε».

Οι τρεις φίλοι συγκινημένοι αποχαιρέτησαν το μικρό Διονύση, αφιερώνοντάς του τις ωραιότερες φιγούρες, που μπορούσαν να κάνουν στο νερό, σαν ελάχιστη ένδειξη της ευγνωμοσύνης τους. Βαθειά μέσα τους χαράχτηκε η ελπίδα για μια νέα φιλία με το χειρότερο, μέχρι εχθές εχθρό τους, τον άνθρωπο. Μια φιλία που ίσως εξασφαλίσει, ποιος ξέρει πότε, την ειρήνη στεριάς και θάλασσας!!!

ΤΕΛΟΣ